Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῇ προτεραίᾳ (

См. также в других словарях:

  • προτεραῖα — προτεραῖος previous to neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεραία — προτεραί̱ᾱ , προτεραῖος previous to fem nom/voc/acc dual προτεραί̱ᾱ , προτεραῖος previous to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεραίᾳ — προτεραί̱ᾱͅ , προτεραῖος previous to fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεραίος — α, ο / προτεραῑος, αία, ον, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, στην παραμονή («τῇ προτεραίᾳ ἡμέρα τῆς μάχης», Θουκ.) 2. (το θηλ. ως oυσ.) ἡ προτεραία η προηγούμενη μέρα, η παραμονή («τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας», Ανδοκ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • προτεράσιος — ία, ον, Α (δωρ. τ.) 1. αυτός που ανήκει στην προηγούμενη ημέρα, στην προτεραία 2. το θηλ. ως ουσ. ἠ προτερασία η προτεραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + κατάλ. ᾱσιος (αντί ήσιος*), πρβλ. ημερ ήσιος] …   Dictionary of Greek

  • προτερεία — ἡ, Α η πρότερη ημέρα, η προτεραία («τὸ μίσθωμα... πὰρ Fέτος ἀεὶ Πανάμου μηνὸς προτερείαι», Ηρακλεωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί προτεραία, πιθ. με ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • NOVEMCUBITALIS — Graece Εἰνάπηχυς, apud Lycophronem Cassandrâ. Γυναιξὶ δ᾿ ἔςται τεθμὸς ἐτχώριος ἀεὶ, Πενθεῖν τὸν εἰνάπηχυν Αἰακοῦ τρίτον. Et feminis lex semper indigenis erit, Cubitûm novenûm flere tertium Aeaci etc. Achillis epitheton; non quod tot praecise… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THEORI — dicti olim, qui ab Atheniensibus ad Delphicum Oraculum mitti quotannis sunt soliti, quasi Videntes. Alias Δηλιαςαὶ, a festo Delia, quô id fiebat. Hi, cum eo ibant, dicebantur ἀναβαίνειν cum revertebantur, καταβαίνειν. Caput eorum Α᾿ρχιθεωρὸς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προηγούμαι — προηγοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [ἡγοῡμαι] 1. βαδίζω πριν από άλλον ή άλλους και δείχνω τον δρόμο, προπορεύομαι και οδηγώ κάποιον 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) προηγούμενος, η, ο(ν) πρότερος, προγενέστερος («τον προηγούμενο μήνα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»